κλεφτός

κλεφτός
και κλεπτός -ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά
3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή
γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»).
επίρρ...
κλεφτά (Μ κλεφτῶς)
1. με τον τρόπο τού κλέφτη, κρυφά, κλεφτάτα
2. πρόχειρα, βιαστικά («έφαγα στα κλεφτά γιατί είχα πολλή δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλεπτός < κλέπτω. Ο τ. κλεφτός < κλεπτός με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλεφτός — ή, ό επίρρ. ά κλεμμένος, κλεψιμαίικος: Της αρέσουν τα κλεφτά πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Agathonisi — Gemeinde Agathonisi Δήμος Αγαθονησίου (Αγαθονήσι) …   Deutsch Wikipedia

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • κλεπτός — ή, ό βλ. κλεφτός …   Dictionary of Greek

  • κλεφτά — επίρρ. βλ. κλεφτός …   Dictionary of Greek

  • κλεφτάτος — η, ο αυτός που γίνεται στα κλεφτά, κρυφός. επίρρ... κλεφτάτα με τον τρόπο τού κλέφτη, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης ή < κλεφτός + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, μουσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτοΰπνι — το ύπνος ελαφρός και μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + ύπνι (< ύπνος), πρβλ. πρωτο ΰπνι] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτοφάης — ο αυτός που ζει από τα κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + φάης (< θ. φά , πρβλ. θα φά ω), πρβλ. χαραμο φάης] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτώς — κλεφτῶς (Μ) επίρρ. βλ. κλεφτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”